Γράφει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax.
Το κορίτσι στο κουτί
Eching, Σεπτέμβριος 1981
Η βέργα χώθηκε στο έδαφος. Ο γδούπος έκανε τον αστυφύλακα να σταματήσει. Έσκυψε και απομάκρυνε το στρώμα πεσμένων φύλλων και χορταριών που κάλυπτε το χώμα και άρχισε να σκάβει με τα χέρια του. Οτιδήποτε και αν ήταν αυτό που βρήκε η βέργα, ήταν θαμμένο ρηχά. Καθώς τα δάχτυλά του απομάκρυναν τη λάσπη που κάλυπτε την κουβέρτα, φώναξε πως βρήκε κάτι. Αμέσως, ένας από τους συναδέλφους που έψαχναν στο δάσος εμφανίστηκε δίπλα του και βάλθηκε και αυτός να σκάβει. Αφαίρεσαν την κουβέρτα, αποκαλύπτοντας μία σανίδα κόντρα πλακέ. Από κάτω της, κρυβόταν μία δεύτερη πράσινη σανίδα, ασφαλισμένη με εφτά σύρτες και λουκέτα. Έμοιαζε με καπάκι.
Ο αστυφύλακας έχωσε τη μύτη ενός φτυαριού στη σχισμή και με κόπο άνοιξε το καπάκι. Η οσμή που απελευθερώθηκε μαρτυρούσε τι θα έβρισκαν, προτού ακόμη το δουν. Η σανίδα ήταν το καπάκι ενός κουτιού 72×60 εκατοστά, το οποίο βυθιζόταν άλλα 140 εκατοστά μέσα στο έδαφος. Το κουτί ήταν εξοπλισμένο με ένα κάθισμα-τουαλέτα, με ένα ράφι βιβλιοθήκης, το οποίο περιείχε είκοσι ένα βιβλία, με έναν φακό, ραδιόφωνο, τρία μπουκάλια νερό, δώδεκα μπουκάλια Fanta, έξι μεγάλες σοκολάτες, τέσσερα πακέτα μπισκότα και δύο κουτάκια τσίχλες, ενώ όποιος το είχε κατασκευάσει, είχε φροντίσει να το εξοπλίσει με πλαστικούς σωλήνες, οι οποίοι αποτελούσαν το σύστημα εξαερισμού. Μέσα στο κουτί οι δύο αστυνομικοί βρήκαν το πτώμα της δεκάχρονης Ursula Herrmann.
Η Ursula είχε εξαφανιστεί δεκαεννιά ημέρες νωρίτερα, αργά το απόγευμα της 15ης Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο σπίτι της από τα ξαδέρφια της, στο γειτονικό χωριό του Schondorf. Η διαδρομή μέσα από το δάσος συνήθως έπαιρνε στην Ursula δέκα λεπτά για να τη διανύσει με το ποδήλατο, ωστόσο εκείνο το βράδυ, καθώς πλησίαζε 8, μισή ώρα είχε περάσει από τότε που η μητέρα της είχε τηλεφωνήσει στη θεία της, ζητώντας να πει στο κορίτσι πως ήταν ώρα να επιστρέψει. Σύμφωνα με τη θεία, η Ursula είχε φύγει πέντε λεπτά μετά από το τηλεφώνημα. Ο πατέρας και ο θείος του κοριτσιού άρχισαν να ψάχνουν το μονοπάτι ανάμεσα στα δύο σπίτια και σύντομα, κάτοικοι των δύο χωριών, αστυνομικοί και πυροσβέστες πλημμύρισαν το δάσος. Προτού προλάβει να σκοτεινιάσει, είχαν βρει το κόκκινο ποδήλατο της δεκάχρονης λίγο έξω από το μονοπάτι.
Η έρευνα συνεχίστηκε και τη δεύτερη ημέρα, δίχως όμως κανένα αποτέλεσμα, ενώ τα νέα για την εξαφάνιση του κοριτσιού είχαν αρχίσει να διαδίδονται στην περιοχή της Βαυαρίας. Την Πέμπτη το πρωί άρχισαν τα μυστηριώδη τηλεφωνήματα στο σπίτι των Herrmann. Ο άγνωστος τηλεφωνητής έπαιζε στη γραμμή ένα σποτάκι από τον ραδιοφωνικό σταθμό Bayern 3 δύο φορές, προτού διακόψει την κλήση. Μέσα σε διάστημα τριών ωρών, οι Herrmann είχαν δεχτεί άλλα τρία τηλεφωνήματα, τα οποία αστυνομικοί από το τοπικό τμήμα ηχογράφησαν. Οι αστυνομικοί υποψιάζονταν πως στην άλλη άκρη της γραμμής κρύβονταν οι απαγωγείς της κοπέλας, ωστόσο δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη λογική των τηλεφωνημάτων. Αν ήθελαν να ζητήσουν λύτρα, γιατί δεν το έκαναν; Η απάντηση δόθηκε την επόμενη ημέρα.
Ο ταχυδρόμος παρέδωσε ένα συστημένο γράμμα στον πατέρα της Ursula. Ο φάκελος περιείχε ένα σημείωμα από τους απαγωγείς, το οποίο είχαν γράψει κόβοντας λέξεις από διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Οι απαγωγείς ζητούσαν από τους γονείς της Ursula 2 εκατομμύρια μάρκα, προκειμένου να αφήσουν την κόρη τους ελεύθερη. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γράμματος, θα δέχονταν ένα τηλεφώνημα, στο οποίο θα έπαιζε ένα μουσικό σποτάκι, έπειτα από το οποίο θα έπρεπε να δηλώσουν εάν θα πλήρωναν τα λύτρα ή όχι. Σε περίπτωση που δεν πλήρωναν ή καλούσαν την αστυνομία, θα δολοφονούσαν το κορίτσι. Φαίνεται πως οι απαγωγείς είχαν υπολογίσει πως το γράμμα θα έφτανε την Πέμπτη. Όταν το τηλέφωνο χτύπησε ξανά, εκείνο το απόγευμα, η μητέρα της Ursula συμφώνησε να πληρώσουν τα λύτρα.
Το πρωί της Δευτέρας 21 Σεπτεμβρίου, οι γονείς του κοριτσιού έλαβαν ένα δεύτερο γράμμα με οδηγίες για την παράδοση των λύτρων. Σύμφωνα με αυτές, τα λύτρα θα παρέδιδε ο πατέρας της Ursula, με ένα κίτρινο Fiat 600, το οποίο θα οδηγούσε με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 90 χιλιομέτρων την ώρα. Ζήτησαν τα χρήματα να παραδοθούν σε έναν χαρτοφύλακα, σε χαρτονομίσματα των 100 μάρκων. Ωστόσο, υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα: οι δράστες δεν αποκάλυψαν την τοποθεσία όπου θα γινόταν η παράδοση. Μάταια οι γονείς της Ursula περίμεναν για το γράμμα με τις τελικές οδηγίες. Δύο εβδομάδες έπειτα από την εξαφάνιση του κοριτσιού, η αστυνομία προχώρησε σε εξονυχιστική έρευνα του δάσους στο οποίο έγινε η απαγωγή και τέσσερις ημέρες μετά, βρέθηκε το κουτί με το πτώμα της δεκάχρονης.
Φαίνεται πως δεν ήταν πρόθεση των απαγωγέων να σκοτώσουν το κορίτσι, καθώς είχαν εξοπλίσει το κουτί με τρόφιμα, νερό, τουαλέτα και βιβλία. Ωστόσο, είχαν αμελήσει να ολοκληρώσουν τον εξαερισμό με συσκευή κυκλοφορίας του αέρα. Το λάθος αυτό, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, κόστισε στην Ursula τη ζωή της. Το κορίτσι πέθανε από ασφυξία το πολύ πέντε ώρες έπειτα από τον εγκλεισμό του στο θαμμένο κουτί, το οποίο είχε συνολικό βάρος 60 κιλών. Οι απαγωγείς φαίνεται πως τη νάρκωσαν προτού τη θάψουν, καθώς στα τειχώματα του κουτιού δεν εντοπίστηκαν γρατσουνιές, χτυπήματα ή οτιδήποτε άλλο πρόδιδε πως το κορίτσι προσπάθησε να δραπετεύσει. Πιθανότατα, δεν ξύπνησε ποτέ από τη νάρκωσή της.
Οι αστυνομικοί επικέντρωσαν τις έρευνές τους στα γύρω χωριά, καθώς είκαζαν ότι οι δράστες -απέκλειαν την πιθανότητα ο δράστης να είναι μονάχα ένας, εξαιτίας του βάρους του κιβωτίου- ήταν ντόπιοι, με καλή γνώση του δάσους. Ένας τριανταενάχρονος ηλεκτρολόγος και γείτονας των Herrmann, ο Wener Mazurek μπήκε αμέσως στο στόχαστρο των αρχών, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, καθώς χρωστούσε περισσότερα από 140.000 μάρκα σε τραπεζικά δάνεια. Επιπλέον, ένας γνωστός του, ο Klaus Pfaffinger, κατέθεσε τον Ιανουάριο του 1982 πως ο Mazurek του είχε τάξει 1.000 μάρκα εάν έσκαβε μία τρύπα στο δάσος. Έπειτα, προσέθεσε, ότι αργότερα είχε δει ένα κουτί μέσα στην τρύπα. Ωστόσο, όταν οι αστυνομικοί του ζήτησαν να τους πάει στο μέρος όπου είχε σκάψει την τρύπα, εκείνος απέτυχε και επιστρέφοντας στο τμήμα, ζήτησε να αποσύρει την κατάθεσή του, με την αιτιολογία πως είχε πει ψέματα. Κάποιοι σκέφτηκαν πως ο Pfaffinger, ένας άνεργος αλκοολικός, είχε βγάλει την ιστορία από το μυαλό του. Άλλοι, ωστόσο, συνέχιζαν να πιστεύουν πως μέσα της, η κατάθεσή του έκρυβε κάποιον κόκκο αλήθειας.
Ο Mazurek όταν ανακρίθηκε από την αστυνομία ισχυρίστηκε πως δε θυμόταν πού βρισκόταν όταν εξαφανίστηκε η Ursula. Την επόμενη ημέρα, ως άλλοθι, ισχυρίστηκε ότι τελικά έπαιζε επιτραπέζια σπίτι του με τη γυναίκα και τους δύο φίλους του. Παρά το ισχυρό -οικονομικό- κίνητρο και την ευκαιρία -καθώς ήταν γείτονας των Herrmann- τίποτα δε συνέδεε τον Mazurek με το έγκλημα. Ούτε καν το αποτύπωμα που βρέθηκε σε μία μονωτική ταινία, κολλημένη στο κουτί: χιλιάδες ντόπιοι -ανάμεσά τους και ο Mazurek- έδωσαν αποτυπώματα, δίχως κανείς τους να ταυτοποιηθεί. Τον Ιανουάριο του 1982 ο Mazurek συνελήφθη, ανακρίθηκε και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν μπορούσε να αποδειχθεί η εμπλοκή του στο έγκλημα. Μερικούς μήνες αργότερα, ο Mazurek και η οικογένειά του έφυγαν από το Eching με προορισμό τη βόρειο Γερμανία.

Το 2007 χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, τα εγκληματολογικά εργαστήρια της γερμανικής αστυνομίας ανακάλυψαν γενετικό υλικό ενός από τους δράστες στο κουτί. Ταυτόχρονα, η έρευνα των αστυνομικών που είχε βαλτώσει εδώ και δεκαετίες, στράφηκε ξανά στον Mazurek, ο οποίος τίθεται υπό παρακολούθηση. Του ζητάται να δώσει δείγμα γενετικού υλικού, το οποίο ωστόσο δεν ταιριάζει με εκείνο που βρέθηκε στο κουτί. Ένα μαγνητόφωνο που βρίσκεται ανάμεσα στα υπάρχοντά του, ωστόσο, αποδείκνύεται σύμφωνα με την αστυνομία ο συνδετικός κρίκος με το έγκλημα. Σύμφωνα με το πόρισμα ενός ειδικού, πρόκειται για το ίδιο μαγνητόφωνο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στα τηλεφωνήματα που δέχτηκαν οι γονείς της Ursula, έπειτα από την εξαφάνισή της. Με αυτό, ισχυρίστηκαν, ο Mazurek έπαιζε το σποτάκι, το οποίο είχε ηχογραφήσει από το ραδιόφωνο.
Με βάση το μαγνητόφωνο, αλλά και την ομολογία του Pfaffinger, ο οποίος ήταν πια νεκρός, η αστυνομία συνέλαβε τον Mazurek στις 28 Μαΐου 2008 και σχεδόν έναν χρόνο αργότερα ξεκίνησε η δίκη του. Παρά τα ελλειπή στοιχεία που παρουσιάστηκαν εναντίον του -ο Pfaffinger είχε αποσύρει την ομολογία του, η οποία μάλιστα ήταν προφορική, ενώ ειδικοί ισχυρίζονται ακόμη και σήμερα πως η σύνδεση μίας συσκευής μαγνητοφώνησης με την απαγωγή της Ursula είναι πρακτικά αδύνατη- ο Mazurek καταδικάστηκε το 2010 σε ισόβια δεσμά. Βρήκε, ωστόσο, έναν ανέλπιστο σύμμαχο: τον αδερφό της Ursula, Michael Herrmann, ο οποίος μέχρι σήμερα αγωνίζεται για να αποδείξει την αθωότητα του Mazurek, πεπεισμένος πως ο δολοφόνος της αδερφής του κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος.
*ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε τα Μικροπραγματα στο Google News, για άρθρα και κουίζ που θα σας φτιάχνουν τη μερα.